- δυσθρήνητος
- δυσθρήνητος, -ον (Α)αυτός που δύσκολα μπορεί να θρηνολογηθεί, που απαιτεί γοερόν θρήνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσθρήνητος — loud wailing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθρήνητον — δυσθρήνητος loud wailing masc/fem acc sg δυσθρήνητος loud wailing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθρηνήτοις — δυσθρήνητος loud wailing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθρηνήτου — δυσθρήνητος loud wailing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)